- βατιον
- βάτιοντό Arph. = βάτος I (v. l. к φάττιον и φάβιον)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βάτιον — βάτιον, το (Α) [βατός (Ι)] 1. μικρός βατός 2. ο καρπός της μουριάς, το μούρο … Dictionary of Greek
βάτιον — mulberry neut nom/voc/acc sg βατέω cover imperf ind act 3rd pl (doric) βατέω cover imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτια — βάτιον mulberry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)